μαργώνω

μαργώνω
(I)
(Μ μαργώνω)
1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.)
2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης», από όπου η φυσική συνέπεια τής νάρκης, τού λήθαργου. Η σημ. τής νάρκωσης σταδιακά περιορίστηκε στη νάρκη που προέρχεται από το κρύο κι έτσι το ρ. μαργώνω πήρε τη σημ. «παγώνω, μουδιάζω από το κρύο»].
————————
(II)
[μάργα]
εμπλουτίζω το έδαφος τών αγρών με την ανάμιξη μάργας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαργώνω — μαργώνω, μάργωσα, μαργωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαργώνω — μάργωσα, μαργωμένος, μουδιάζω από το κρύο, παγώνω: Βρήκαν στο βουνό ένα μαργωμένο ορειβάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάργωμα — (I) το, και μαργωμάδα, η [μαργώνω (I)] μούδιασμα, νάρκη που προκαλείται από το ψύχος, ξεπάγιασμα. (II) το [μαργώνω (II)] φθινοπωρινή γεωργική εργασία με την οποία εμπλουτίζεται το χώμα με την προσθήκη και ανάμιξη μάργας …   Dictionary of Greek

  • αμάργωτος — η, ο [μαργώνω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ψύξη 2. (για πόδι ή χέρι) αυτός που δεν μούδιασε …   Dictionary of Greek

  • μαργωσάρης — άρα, άρικο αυτός που είναι ευπαθής, ευαίσθητος στο κρύο, κρυουλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω (θ. μαργωσ ) + κατάλ. άρης] …   Dictionary of Greek

  • μαργωτίδες — οι κρυοπαγήματα, ξεπαγιάσματα, χιονίστρες, διογκώσεις τών άκρων λόγω ψύξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω + επίθημα ίς / ίδος μέσω ενός αμάρτυρου* μαργωτός] …   Dictionary of Greek

  • ξεμαργώνω — 1. (ιδίως για ζώα) συνέρχομαι από τη χειμερία νάρκη 2. απαλλάσσομαι από τη νάρκωση που επιφέρει το ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μαργώνω (Ι) «ξεπαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ναρκώνω — νάρκωσα, ναρκώθηκα, ναρκωμένος 1. μτβ., προκαλώ νάρκη, αναισθησία, μουδιάζω, μαργώνω: Τοννάρκωσαν πριν από την εγχείρηση. 2. προκαλώ τάση για ύπνο, λήθαργο, βύθισμα: Με νάρκωσε τούτη η ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”